- κάτωχρος
- -η, -οκατάχλομος, κατακίτρινος: Έγινε κάτωχρος από το φόβο του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάτωχρος — η, ο ο εντελώς ωχρός, κατάχλομος, κατακίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠχρός] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κατάχλομος — η, ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, η, ο 1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος 2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος … Dictionary of Greek
κατακίτρινος — η, ο 1. ο εντελώς κίτρινος κατά το χρώμα 2. κάτωχρος, κατάχλωμος … Dictionary of Greek
κατακιτρινίζω — [κατακίτρινος] 1. γίνομαι εντελώς κίτρινος, κιτρινίζω πάρα πολύ 2. καταχλωμιάζω, γίνομαι κάτωχρος 3. χρωματίζω κάτι εντελώς κίτρινο … Dictionary of Greek
κατωχριώ — κατωχριῶ, άω (ΑΜ) [ωχριώ] γίνομαι κάτωχρος … Dictionary of Greek
κατωχρώ — κατωχρῶ, άω (Α) [κάτωχρος] κατωχριώ* … Dictionary of Greek
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
σουδάρι(ο) — το / σουδάριον, ΝΜΑ, και σωδάριον Α 1. μαντίλι για το σκούπισμα τού ιδρώτα 2. (κατά την εποχή τού Χριστού) πλατιά ταινία από λευκό ύφασμα με την οποία τύλιγαν το κεφάλι τού νεκρού νεοελλ. φρ. «λευκός σαν σουδάρι» πάρα πολύ ωχρός, κάτωχρος.… … Dictionary of Greek